- αφηγητηρ
- ἀφηγητήρἀφ-ηγητήρ-ῆρος предводитель
ἀ. (v. l. ὑφηγητήρ) κελεύθου Anth. — проводник
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀ. (v. l. ὑφηγητήρ) κελεύθου Anth. — проводник
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αφηγητής — ο (θηλ. ἀφηγήτρια, η) (Α ἀφηγητήρ και ἀφηγήμων) [αφηγούμαι] νεοελλ. αυτός που αφηγείται κάτι αρχ. ο οδηγός … Dictionary of Greek